- τριστάδιος
- -ον, Ααυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σταδίων (α. «ἦν δὲ ὁ μὲν μέγιστος τῶν τροχῶν τριστάδιος τὸ πλάτος», Πλάτ.β. «τριστάδιος μήκει», Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -στάδιος (< στάδιον), πρβλ. δεκα-στάδιος].
Dictionary of Greek. 2013.